μονοκούκ(κ)ι

μονοκούκ(κ)ι
επίρ. φρ. «ψηφίζω μονοκούκ(κ)ι» — δίνω ψήφω προτίμησης σε ένα μόνο άτομο από ολόκληρο συνδυασμό ή ψηφίζω όλους τους υποψηφίους ενός συνδυασμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + κουκ(κ)ί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”